θηριώδης

θηριώδης
-ες (ΑΜ θηριώδης, -ες) [θηρίο]
1. (για πρόσ.) άγριος, ορμητικός, επιθετικός όπως το θηρίο
2. (για πράξεις, ιδιότητες, καταστάσεις που αφορούν πρόσ.) αυτός που αρμόζει ή προσιδιάζει σε θηρίο, κτηνώδης, ζωώδης (α. «θηριώδης συμπεριφορά» β. «θηριώδης βίοτος», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) απάνθρωπος, ωμός, σκληρός, άσπλαχνος
2. εξαγριωμένος, ιδίως εξαιτίας οργής
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που είναι γεμάτος από άγρια θηρία («ὄρη θηριωδέστατα», Ηρόδ.)
2. (για ζώα) πολύ άγριος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηριῶδες
η ιδιότητα τού θηρίου, το κτηνώδες, το γένος τών κτηνών, η ζωική φύση, το ίδιο το κτήνος
4. αστρον. φρ. «ζῴδια θηριώδη»
α) ζώδια θηριόμορφα
β) ζώδια στα οποία δόθηκαν ονομασίες θηρίων, όπως ταύρος, λέων κ.λπ.
5. ιατρ. α) (για πληγή) κακοφορμισμένη, κακοήθης
β) (για παράσιτα, σκουλήκια, λεβίδες) επικίνδυνος, επιβλαβής.
επίρρ...
θηριωδώς (ΑΜ θηριωδῶς)
με θηριώδη, σκληρό, άγριο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θηριώδης — full of wild beasts masc/fem acc pl (attic epic doric) θηριώδης full of wild beasts masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) θηριώδης full of wild beasts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που μοιάζει με θηρίο ή ταιριάζει σε θηρίο: Θηριώδεις πράξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηριωδέστερον — θηριώδης full of wild beasts adverbial comp θηριώδης full of wild beasts masc acc comp sg θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριώδει — θηριώδης full of wild beasts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θηριώδης full of wild beasts masc/fem/neut dat sg θηριώδεϊ , θηριώδης full of wild beasts dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριώδη — θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θηριώδης full of wild beasts masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θηριώδης full of wild beasts masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριωδεστάτων — θηριώδης full of wild beasts fem gen superl pl θηριώδης full of wild beasts masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριωδεστέρων — θηριώδης full of wild beasts fem gen comp pl θηριώδης full of wild beasts masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριωδέστατα — θηριώδης full of wild beasts adverbial superl θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριωδέστατον — θηριώδης full of wild beasts masc acc superl sg θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριῶδες — θηριώδης full of wild beasts masc/fem voc sg θηριώδης full of wild beasts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”